- ἐνημερεύσαντες
- ἐνημερεύωspend the day inaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενημερεύω — ἐνημερεύω (Α) [ημερεύω (I)] περνώ την ημέρα μου με κάποια ασχολία («ἐνημερεύσαντες ταῑς μελέταις», Διόδ. Σικ.) … Dictionary of Greek